- κακολογεῖ
- κακολογέωrevilepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)κακολογέωrevilepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακολόγει — κακολογέω revile pres imperat act 2nd sg (attic epic) κακολογέω revile imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHILO — Lacedaemonius Philosophus, unus ex septem Graeciae sapientibus, Ephorus Spartan. 56. Olymo. Prae gaudio mortuus in amplexu filii Olympionicae. Eius tria dicta Delphis in Apollinis templo fuerunt, Pliniô teste, l. 7. c. 32. Nosce te ipsum; Nil… … Hofmann J. Lexicon universale
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
αλοίδορος — ἀλοίδορος, ον (Α) [λοίδορος] αυτός που δεν λοιδορεί, δεν κακολογεί … Dictionary of Greek
αναγορειάρης — ο [αναγορειά] αυτός που κακολογεί, δυσφημεί, συκοφαντεί … Dictionary of Greek
αναγορευτής — ο (θηλ. τρα) [αναγορεύω] αυτός που κακολογεί ή διαβάλλει τους άλλους, φιλοκατήγορος, συκοφάντης … Dictionary of Greek
κακολογάς — ο 1. αυτός που μιλά για τους άλλους άσχημα, που κακολογεί, κακολόγος 2. αυτός που μιλά με θρασύτητα 3. αυτός που συνήθως μιλά απρεπώς, ο βωμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογάς, πρβλ. πολυ λογάς] … Dictionary of Greek
κακολόγος — και κακόλογος, ο (AM κακολόγος, ον) αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. καινο λόγος, σεμνο λόγος] … Dictionary of Greek
λεσχώδης — λεσχώδης, ῶδες (Α) [λέσχη] αυτός που προκαλεί σκάνδαλα με τα λόγια του, που δυσφημεί, που κακολογεί … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek